Λογοτεχνικές σπουδές life-style
Θέσεις και απόψεις που είναι αδύνατον να σταθούν στην κριτική βάσανο θεωρήθηκαν λυτρωτικές
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ
Το ΒΗΜΑ, 12/08/2007 , Σελ.: B43
Κωδικός άρθρου: B15136B431
ID: 288639
Διαβάζοντας σήμερα σε ένα κείμενο δημοσιογραφούντος πανεπιστημιακού τη φράση «όπως μας έδειξε ο Μπαρτ», είναι δύσκολο να μη σκεφτεί κανείς ότι η υποχώρηση του πραγματικού κριτικού πνεύματος, η οποία χαρακτηρίζει το πεδίο του στοχασμού τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, συνεχίζεται ακόμη. Η εμφάνιση των μεταμοντέρνων, life-style (παρά την θεολογικότροπα σοφιστική τους αμφίεση), θεωριών είχε ως επακόλουθο τη δημιουργία ενός πλήθους πιστών θαμπωμένων από τις στιλπνές εκλάμψεις των θεοφανών διδασκάλων. Ετσι θέσεις και απόψεις που είναι αδύνατον να σταθούν σε μιαν ουσιώδη κριτική βάσανο θεωρήθηκαν λυτρωτικές θολώνοντας, αντί να καθιστούν ευκρινέστερο, το πεδίο της αναφοράς τους.
Είναι δύσκολο να βρούμε στο παρελθόν εποχή όπως η δική μας, όπου θεωρητικές παραδοξολογίες να γίνονταν με τόση ευκολία και με ενθουσιασμό αποδεκτές, χωρίς να θίγεται το κύρος των φορέων τους - απεναντίας η φήμη τους να αυξάνεται χάρη κυρίως σε αυτές τις παραδοξολογίες. Ακόμη: είναι δύσκολο να βρούμε στο παρελθόν εποχή κατά την οποία αντιφάσεις και ανομολόγητες αλλαγές άποψης (υποστήριξη, κατά περίσταση, από τον ίδιο άνθρωπο θέσεων διαφορετικών από εκείνες που πρέσβευε προηγουμένως) αντί να επικρίνονται ως ένδειξη ανωριμότητας, επιπολαιότητας ή καιροσκοπισμού, να εκθειάζονται με τόση προθυμία ως απόδειξη διαρκούς πρωτοποριακής αναζήτησης ή ως ικανότητα αποφυγής της διανοητικής ακαμψίας.
Για να δώσω δύο παραδείγματα από το πεδίο των λογοτεχνικών σπουδών: Το πρώτο είναι ο περίφημος «θάνατος του Συγγραφέα». Τον ανήγγειλε μεσσιανικώς το 1968 με το ομώνυμο δοκίμιό του ο Ρολάν Μπαρτ, και από τότε έως σήμερα χιλιάδες πιστοί του Γάλλου συγγραφέα, διεθνώς και στη χώρα μας (με μεγαλύτερη κατάνυξη στη χώρα μας) επαναλαμβάνουν ιεροπρεπώς αυτή τη φράση χωρίς να κάνουν τον κόπο να διαβάσουν (ή να διαβάσουν προσεκτικά) τις θέσεις του κειμένου στο οποίο διατυπώνεται. Διότι αν τις διάβαζαν, ίσως να αντιλαμβάνονταν ότι οι θέσεις αυτές είναι ανόητες, και ότι το κείμενο στο οποίο βρίσκονται θα πρέπει να είχε γραφεί από έναν άνθρωπο σε κατάσταση θεωρητικής μέθης.
Οχι, το δοκίμιο αυτό του Μπαρτ δεν αποτελεί μια πρωτοποριακή ανακάλυψη της πολυσημίας του λογοτεχνικού κειμένου, όπως νομίζουν όσοι πιστεύουν ότι δεν είναι δυνατόν ο Μπαρτ να γράφει ανοησίες, και ότι πριν από τον Μπαρτ στον κριτικό λόγο κυριαρχούσε η έννοια της λογοτεχνικής μονοσημίας. Γιατί εκείνο που ανήγγελλε ο Μπαρτ με το δοκίμιό του «Ο θάνατος του Συγγραφέα» ήταν - κυριολεκτικά - η πεποίθησή του ότι τη λογοτεχνία δεν τη γράφει ο συγγραφέας αλλά η ίδια η Γλώσσα· αυτή η μεγάλη υπερβατική δύναμη, η οποία απλώς χρησιμοποιεί τον άνθρωπο που κακώς ονομάζουμε συγγραφέα για να ενσαρκώσει σε απτή, δηλαδή, γραπτή, μορφή το μεταφυσικό της πνεύμα. Ο άνθρωπος αυτός - λέει ο Μπαρτ - που θα πρέπει να ονομάζεται «γραφέας», στην επαφή του με τη γλώσσα χάνει τη φωνή του και την ταυτότητά του και μεταβάλλεται σε ένα ουδέτερο «χέρι, αποκομμένο από οποιαδήποτε φωνή, φερόμενο από μια καθαρή κίνηση εγγραφής (και όχι έκφρασης)», ένα χέρι που «χαράσσει ένα πεδίο χωρίς προέλευση», ένα πεδίο που «δεν έχει άλλη προέλευση από την ίδια τη γλώσσα».
Ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη μωρία αυτών των θέσεων ήταν ο ίδιος ο Μπαρτ, που έσπευσε να τις τροποποιήσει μιλώντας, το 1971, για «συμφιλιωτική επιστροφή του συγγραφέα» και τονίζοντας έκτοτε τη σημασία του συγγραφέα, έως το σημείο, στις τελευταίες διαλέξεις του, να θεωρεί τη λογοτεχνία έκφραση της ψυχής του συγγραφέα (έφτασε να περιγράφει ακόμη και τα ρούχα του Μπαλζάκ). Το ευσεβές πλήρωμα, ωστόσο, του Μπαρτ εξακολουθεί και σήμερα να ριγεί στην ιδέα του «θανάτου του Συγγραφέα», απωθώντας τη σκέψη ότι η ιδέα αυτή μπορεί να ήταν για τον Μπαρτ (που η συνεχής αλλαγή θέσεων ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του) ένα θεωρητικό καπρίτσιο της στιγμής (αν, βέβαια, έχει αντιληφθεί ότι πολύ σύντομα ο Μπαρτ διαπίστωσε ότι ο συγγραφέας χαίρει άκρας υγείας).
Το δεύτερο παράδειγμα είναι οι παραδοξολογίες και οι αντιφάσεις του Ζακ Ντερριντά, που κατόρθωσαν να γίνουν το δόγμα της θεωρητικοκριτικής ορθοδοξίας. Πόσες φορές δεν είδαμε τον Ντερριντά, που ανήγαγε την έννοια της παρανάγνωσης σε θεμελιώδη αρχή της θεωρίας του, να διαμαρτύρεται, και μάλιστα έντονα, ότι παραναγνώστηκαν τα κείμενά του; Πόσοι από τους δικούς του «χριστεπώνυμους» μαθητές, που λοιδορούν την έννοια της οργανικότητας στη λογοτεχνία ως κατάλοιπο μιας «παλαιάς "αισθητικής ιδεολογίας"», έχουν αντιληφθεί τη θεωρητική αφέλεια αυτής της πεποίθησης και την προβληματική σχέση του Διδασκάλου με τη λογοτεχνία; Πόσοι δεν προφέρουν ακόμη εκστατικά τη λέξη Αποδόμηση χωρίς να καταλαβαίνουν - εξαιτίας της χρησμικής υφής των ιερών της κειμένων - τι ακριβώς σημαίνει; Και πόσοι από αυτούς που καταλαβαίνουν τι ακριβώς σημαίνει προσπαθούν να αποδείξουν (όπως προσπαθούσε και ο Ντερριντά), ότι δεν σημαίνει αυτό που σημαίνει, γιατί αισθάνονται ότι, διαφορετικά, η ίδια η έννοια του όρου θα αποδομούνταν ακαριαίως; - κίνδυνο τον οποίο πάσχισε απεγνωσμένα να αποτρέψει ο Ντερριντά με τα τελευταία κείμενά του, με τα οποία μεσσιανικώ (δηλαδή μεταφυσικώ) τω τρόπω ευαγγελίστηκε την Αποδόμηση ως τη μόνη μη αποδομήσιμη ιδέα, αντιφάσκοντας ακόμη μια φορά με την όλη αποδομική του επιχειρηματολογία.
Θα ολοκληρώσω την περιγραφή του φαινομένου με ελληνικά παραδείγματα.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αγαπητό ΒΗΜΑ,
Η επιστολή αυτή έχει ως σκοπό να σχολιάσει το άρθρο του κ. Βαγενά (Λογοτεχνικές Σπουδές Life-Style, 12/8/07). Σε περίπτωση μη δημοσίευσής της, θα παρακαλούσα όπως προωθηθεί στον κ. Βαγενά.
Ο κ. Βαγενάς ασχολείται στην επιφυλλίδα του με «θεωρητικές παραδοξολογίες» και –ευτυχώς για τη συζήτησή μας, η οποία έχει ανάγκη απτά παραδείγματα- προσφέρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό δύο περιπτώσεις θεωρητικών (Barthes και Derrida) οι οποίοι, σύμφωνα με την αφήγηση του κ. Βαγενά, εξαιτίας της αδυναμίας και του παραλογισμού των αρχικών τους θέσεων, έχουν υποπέσει σε αντιφάσεις και έχουν αναγκαστεί –ανομολόγητα- να επαναδιατυπώσουν τις θέσεις τους.
Προτού προχωρήσω στα παραδείγματα του κ. Βαγενά θα ήθελα να σχολιάσω την άποψή του που θέλει την υιοθέτηση διαφορετικής (ή ακόμη αντίθετης) θέσης από αυτή που υποστήριζε στο παρελθόν, ένας άνθρωπος να είναι «ένδειξη ανωριμότητας, επιπολαιότητας ή καιροσκοπισμού» (!!). Νομίζω ότι σπάνιες είναι οι περιπτώσεις ατόμων που μπορούν να υπερηφανευτούν ότι δεν άλλαξαν ποτέ θέση ή άποψη. Αν μάλιστα αυτό συμβαίνει σε άτομα που πέρασαν δεκαετίες ολόκληρες στον ακαδημαϊκό χώρο, τότε θα έπρεπε να ρίξουν μια δεύτερη ματιά στις θέσεις τους γιατί, μάλλον, κάτι ύποπτο συμβαίνει είτε με την επάρκειά τους είτε με τον κλάδο τους. Επιπλέον αναρωτιέται κανείς (για να περιοριστώ μόνο σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα) αν είναι ανώριμος, επιπόλαιος και καιροσκόπος και ο Wittgenstein του οποίου η μεταστροφή από τις αρχικές του θέσεις (“Tractatus Logico-Philosophicus”) στις ύστερες (“Philosophical Investigations”) είναι θρυλική στο χώρο της φιλοσοφίας.
Ας δεχτούμε όμως ως αξίωμα αυτή την υπερβολική άποψη του κ. Βαγενά. Ισχύει πράγματι στην περίπτωση του Barthes και του Derrida αυτή η ανομολόγητη (από ενοχή, προφανώς!) μετάνοια; Για τον Barthes μαθαίνουμε ότι δεν μπόρεσε να αντέξει την μωρία του «Θανάτου του Συγγραφέα» (ΘΣ, 1967) και έτσι αναγκάστηκε 4 χρόνια μετά να υποδεχτεί πίσω (όπως μαθαίνουμε «συμφιλιωτικά») τον συγγραφέα. Επειδή εδώ δεν είναι μάλλον ο χώρος να αναπτύξω θεωρητικά επιχειρήματα (που έχουν να κάνουν με την αντίληψη του Barthes για τη γλώσσα, για το τι ακριβώς είναι γι’ αυτόν η πολυσημία κλπ) θα αρκεστώ μόνο στο να αναφέρω ότι το ΘΣ καταφέρεται εναντίον μίας πολύ συγκεκριμένης αντίληψης για τον συγγραφέα, που τον θέλει να ελέγχει το νόημα του κειμένου και να χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως επικοινωνιακό εργαλείο, ως όχημα που μεταφέρει μια πραγματικότητα έξω από αυτήν. Αυτή την άποψη θα συνεχίσει να έχει πολύ πιο μετά (βλ. «The Grain of the Voice,» σ. 80, ή στην αυτοβιογραφία του «Roland Barthes», σ.44 όπου καταδικάζει την πλάνη της αναλογίας. Για το πώς συνδέεται η αναλογία με την αντίληψη του Συγγραφέα την οποία πολεμά ο Barthes, βλ. το άρθτο του «The Structuralist Activity»). Δεν επιθυμώ καν να αγγίξω το θέμα για το αν οι απόψεις του Barthes είναι σωστές, ή έστω, όχι αποτέλεσμα «θεωρητικής μέθης». Κατά τη γνώμη μου το ΘΣ έχει πέσει θύμα και από τους υποστηρικτές του και από τους επικριτές του γιατί και οι δύο πλευρές επιμένουν να το διαβάζουν ως συγκροτημένο θεωρητικό κείμενο ενώ δεν είναι παρά ένα πολεμικό άρθρο εφτά σελίδων, στο οποίο ποτέ δεν επανήλθε ο Barthes για να το σχολιάσει, σε αντίθεση με άλλα έργα του. Απλά θέλω να δείξω ότι στις απόψεις του για τον συγγραφέα ο Barthes παρουσιάζει μια συνέπεια, ή έστω συνέχεια σκέψης, και δεν είναι «ανώριμος, επιπόλαιος, καιροσκόπος».
Ο Barthes είναι τυχερός όμως σε σχέση με τον Derrida. Γιατί τουλάχιστον ο κ. Βαγενάς αναφέρεται σε συγκεκριμένες απόψεις του Barthes, ακόμα και αν αδυνατεί να τις εντάξει σε σωστό πλαίσιο. Ο κακόμοιρος ο Derrida όμως εμφανίζεται ως ο κήρυκας μια θεωρίας που έχει ως βασική αρχή την παρανάγνωση. Ο μη ειδικός Έλληνας αναγνώστης μπορεί να υποθέσει ότι θέλει. Μπορεί να φανταστεί ακαδημαϊκά συνέδρια με μεθυσμένους από την πολλή θεωρία ακαδημαϊκούς να λένε τι; Ότι όταν διαβάζουμε ένα κείμενο πρέπει συνειδητά να το παρερμηνεύουμε; Και μετά παραπονιούνται όταν τους παρερμηνεύουν; Σχιζοφρενείς και παρανοϊκοί μάλλον πρέπει να είναι αυτοί οι δυστυχείς και είναι άξιον απορίας πραγματικά πώς δεν τους έχουνε μαζέψει ακόμη. Εκτός κι αν έχουμε ξανά μία παρανάγνωση του κ. Βαγενά. Ο Derrida πραγματικά ισχυρίζεται ότι τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την ορθή ανάγνωση ενός κειμένου, την ορθή ερμηνεία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Derrida προτρέπει και επιδιώκει την παρανάγνωση. Αντιθέτως, έχοντας φτάσει στο συμπέρασμα ότι η πράξη της ερμηνείας δεν μπορεί να στηριχθεί σε στερεά θεμέλια, δεν θα πάψει να τονίζει το ηθικό βάρος που πέφτει πάνω στην πράξη της κριτικής ανάγνωσης, και για τον σεβασμό που οφείλουμε στον συγγραφέα. Η ερμηνεία είναι ηθική πράξη, ακριβώς επειδή δεν στηρίζεται σε «φυσικά» θεμέλια. Γι’ αυτό παραπονιέται ο άστατος «καιροσκόπος» για τυχόν παρερμηνείες του. Οι απόψεις του Derrida για τον σεβασμό που οφείλεται στην υπογραφή του συγγραφέα μπορούν να βρεθούν στο άρθρο «Ulysses Gramοphone», στο βιβλίο «A taste of the secret» και σε πολλά άλλα έργα του. Μια ερμηνεία (από τις πολλές) που βλέπει τον anti-foundationalism του Derrida ως προϋπόθεση μίας ηθικής της υπευθυνότητας (και όχι ανεύθυνου παιχνιδιού) μπορεί να βρεθεί στο «The Ethics of Deconstruction» του Simon Critchley.
Θέλω να ξαναπώ πριν κλείσω ότι δεν ασχολήθηκα καθόλου με το αν είναι σωστές ή βάσιμες οι απόψεις των δύο Γάλλων θεωρητικών. Απλά ήθελα να δείξω ότι μόνο μία πολύ κακεντρεχής και εμπαθής ανάγνωση θα μπορούσε να δει ανομολόγητα πισωγυρίσματα και αστάθεια στις απόψεις.. Λέω κακεντρεχής και εμπαθής, και όχι αδαής γιατί η κριτική σκέψη του κ. Βαγενά είναι από τις λαμπρότερες που υπάρχουν στην χώρα μας. Δεν μπορώ λοιπόν σε τίποτε άλλο να αποδώσω αυτή την παρανάγνωση, και αυτή την έλλειψη σεβασμού που δείχνει ο κ. Βαγενάς στο τι πραγματικά είπαν ο Barthes και ο Derrida, παρά σε τόσο ισχυρή εμπάθεια, που τον εμποδίζει να διαβάζει με ευθύνη αυτά τα συγκεκριμένα έργα. Θυμίζω μάλιστα ότι όλα αυτά έχουν γραφτεί με την παραχώρηση στον κ. Βαγενά να ισχύει το πραγματικά άδικο αξίωμα του, που θέλει την αλλαγή άποψης ως ένδειξη ανωριμότητας, επιπολαιότητας και καιροσκοπισμού, και το οποίο το έκανα δεχτό προς χάρη αυτής της συζήτησης.
Σίμος Ζένιος
Μεταπτυχιακός Φοιτητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας
A kind of a "dangerous supplement", marked, scarred on a body, post-orgasmically, always, already in anticipation of (a) crisis OR for a desert avec 'agape'. Mindb(l)ogg(l)ing Noise. "Avalanche, would you share my last pursuit?" (Baudelaire)
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Blog Archive
-
►
2003
(7)
- December 2003 (7)
-
►
2004
(261)
- January 2004 (22)
- February 2004 (18)
- March 2004 (43)
- April 2004 (30)
- May 2004 (29)
- June 2004 (16)
- July 2004 (14)
- August 2004 (15)
- September 2004 (11)
- October 2004 (30)
- November 2004 (21)
- December 2004 (12)
-
►
2005
(26)
- January 2005 (4)
- February 2005 (6)
- March 2005 (3)
- April 2005 (3)
- May 2005 (3)
- June 2005 (3)
- July 2005 (2)
- October 2005 (1)
- December 2005 (1)
-
►
2006
(165)
- January 2006 (1)
- February 2006 (1)
- May 2006 (3)
- June 2006 (11)
- July 2006 (23)
- August 2006 (3)
- September 2006 (16)
- October 2006 (31)
- November 2006 (35)
- December 2006 (41)
-
▼
2007
(353)
- January 2007 (58)
- February 2007 (40)
- March 2007 (46)
- April 2007 (27)
- May 2007 (20)
- June 2007 (24)
- July 2007 (30)
- August 2007 (23)
- September 2007 (21)
- October 2007 (42)
- November 2007 (18)
- December 2007 (4)
-
►
2008
(153)
- January 2008 (16)
- February 2008 (33)
- March 2008 (25)
- April 2008 (11)
- May 2008 (14)
- June 2008 (8)
- July 2008 (2)
- August 2008 (3)
- September 2008 (4)
- October 2008 (5)
- November 2008 (18)
- December 2008 (14)
-
►
2009
(151)
- January 2009 (16)
- February 2009 (20)
- March 2009 (21)
- April 2009 (11)
- May 2009 (15)
- June 2009 (8)
- July 2009 (12)
- August 2009 (3)
- September 2009 (8)
- October 2009 (12)
- November 2009 (10)
- December 2009 (15)
-
►
2010
(82)
- January 2010 (7)
- February 2010 (10)
- March 2010 (6)
- April 2010 (8)
- May 2010 (7)
- June 2010 (10)
- July 2010 (6)
- August 2010 (4)
- September 2010 (3)
- October 2010 (7)
- November 2010 (10)
- December 2010 (4)
-
►
2011
(114)
- January 2011 (5)
- February 2011 (14)
- March 2011 (34)
- April 2011 (16)
- May 2011 (14)
- June 2011 (4)
- July 2011 (6)
- August 2011 (11)
- September 2011 (6)
- October 2011 (2)
- November 2011 (1)
- December 2011 (1)
-
►
2012
(9)
- April 2012 (1)
- September 2012 (1)
- October 2012 (6)
- November 2012 (1)
-
►
2013
(3)
- August 2013 (1)
- October 2013 (1)
- December 2013 (1)
-
►
2014
(10)
- October 2014 (3)
- November 2014 (1)
- December 2014 (6)
-
►
2015
(5)
- January 2015 (3)
- February 2015 (2)
-
►
2017
(1)
- September 2017 (1)
2 comments:
1. Optimists write badly (Valery)
2. There is no origin, if origin presupposes an original presenve. Always past, lond since past already, something that has passed without being present - such is the immemorial which gives us forgetfulness saying: every beginning is a beginning over. (Blanchot)
2. What remains to be said. (Blanchot, again)
Koitakse, ego enna to thkiavaso touto. Alla prota pao na wikicheck ton Bart giati o monos Bart pou ksero en o Bart Simpson.
Post a Comment